- μαχαιρίδια
- μαχαιρίδιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… … Dictionary of Greek
κουρευτικός — ή, ό (Α κουρευτικός, ή, όν) [κουρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά η αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή 2. φρ.… … Dictionary of Greek
λιπόκωπος — λιπόκωπος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λαβή, ο χωρίς λαβή («λιποκώπους φασγανίδας» μαχαιρίδια ή ξίφη χωρίς λαβή, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος] … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
κάρεξ — (Carex). Γένος μονοκοτυλήδονων, πολυετών, αγρωστόμορφων ποωδών φυτών της οικογένειας των κυπηριδών. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 40 είδη, γνωστά με τις ονομασίες σπαθόχορτα, ξιφάρες και μαχαιρίδια. Αυτοφύονται στις όχθες των τελμάτων, στα… … Dictionary of Greek